«Αν σκάψεις πιο βαθιά στο μυαλό,
Ανείπωτους Φόβους θα ανταμώσεις
Ευχήσου να μην στέκεσαι μόνος
Γιατί η νύχτα είναι μεγάλη…»


...Νίκος Μωραΐτης

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Ήταν βράδυ της Τρίτης. Τότε που πετούσα από Λονδίνο για Νέα Υόρκη.
Η βραδιά ήταν ήσυχη, αν εξαιρέσουμε την όλη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα  που υπήρχε στην αίθουσα αναμονής. Την ατμόσφαιρα που έμοιαζε με τους συγκινητικούς, αποχαιρετιστήριους εναγκαλισμούς αλλά και τις κατανυκτικές και έντονες συζητήσεις διαφόρων φίλων και συγγενών.
Αυτή την εμπειρία ζούσα και εγώ τώρα. Η Έμμα, η επί οκτώ χρόνια γυναίκα μου, έπαιζε και αυτή το δικό της δραματικό ρόλο στο θεατρικό του αποχαιρετισμού. Ποτέ δε μου άρεσαν αυτές οι σκηνές. Όχι ότι ήμουν αναίσθητος μπροστά στα συναισθήματα των άλλων, απλά δεν έβρισκα κανένα απολύτως νόημα. Φυσικά και θα ξαναγυρνούσα πίσω, όσο επίπονη κι αν ήταν η έλλειψη της παρουσίας μου.
Από τα μικρόφωνα ακούστηκε εκείνη η γυναικεία ψυχρή φωνή που ανακοίνωνε την «προσεχώς ολίγων λεπτών αποχώρηση» του αεροπλάνου.
Τη φίλησα στοργικά υποσχόμενος –χαριτολογώντας- ότι θα γυρίσω «σώος και αβλαβής πίσω». Και με μια ζεστή αγκαλιά την αποχαιρέτησα.
Κατά το δρόμο μου προς το αεροπλάνο σκεφτόμουν τη δίμηνη επαγγελματική μου πορεία σε σεμινάρια επιχειρησιακής έρευνας που θα διεξάγονταν σε πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης. Ήταν μια απόφαση που πήρα πολύ βιαστικά. Το πανεπιστήμιο που δίδασκα στο Λονδίνο μου πρότεινε αυτή την ευκαιρία. Έπρεπε να είχαν την απάντηση μου όσο το συντομότερο δυνατόν διαφορετικά θα επέλεγαν κάποιον άλλον στη θέση μου. Για να είμαι ειλικρινής ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για την επαγγελματική μου σταδιοδρομία και καθόλου ενθουσιώδη για τα μοναχικά και άγρυπνα βράδια της Έμμας.
Μια ευπαρουσίαστη αεροσυνοδός μας καλωσόριζε καθώς μπαίναμε στο αεροπλάνο. Παρατήρησα για λίγο τον κόσμο μέσα στο μεταλλικό στομάχι αυτού του τιτάνιου πτηνού που συνεχώς γέμιζε με επιβάτες ώσπου να βρω τη δικιά μου θέση στο πίσω μέρος του. Οι θέσεις ήταν αναπαυτικές. Ότι έπρεπε για ένα μεγάλο ταξίδι.
Οι επιβάτες όλο και πύκνωναν στο αεροπλάνο. Θα έπαιρνε πολύ μέχρι να γεμίσει όλο και για αυτό κάθισα αναπαυτικά να απολαύσω την κλασσική μουσική από τα ακουστικά που κασετοφώνου μου. Στην πραγματικότητα το κασετόφωνο ήταν του πατέρα μου και που πίστευα πως πάντα είχα χάσει από καιρό.
Τη στιγμή εκείνη, και με τη βοήθεια μιας αεροσυνοδού, ανέβαινε στο αεροπλάνο ένας γέροντας με το αναπηρικό του καροτσάκι. Η μορφή του είχε την καρικατούρα ενός δύστροπου και σκυθρωπού γέρου που σε έκανε να νιώθεις θιγμένος και μόνο που τον κοιτούσες. Δε γνωρίζω για ποιο, ίσως ανεξήγητο λόγο, αλλά ανατρίχιασα μόλις η ματιά μου τον έκλεισε μέσα της. Κι εκείνος με κοίταξε, με αυτό το κατσούφικο βλέμμα του. Έστρεψε αλλού το πρόσωπό του αηδιασμένος. Μπορεί και να με περιφρονούσε για τα υγιή μου πόδια, άλλωστε πότε δεν είχα καταλάβει την ψυχολογία ενός ατόμου μερικής φυσικής ικανότητας απέναντι ενός φυσικά ολοκληρωμένου, όπως μερικοί απρόσεκτοι θα το παρερμήνευαν ως ‘κανονικό’.
Η πόρτα του αεροπλάνου έκλεισε. Η ώρα της πτήσης έφτασε.
Ο γέροντας ήρθε και κάθισε στην απέναντι θέση. Έγειρε αναπαυτικά και έκλεισε τα μάτια του. Εντούτοις τράβηξα το αγενές βλέμμα μου από πάνω του και συγκεντρώθηκα στη χαλαρότητα της μελωδίας που άκουγα. Και μαγεμένος, χαμήλωσα κι εγώ τα βλέφαρα μου και έγειρα για να κοιμηθώ.
 Η μουσική βούλιαζε τα αυτιά μου· τώρα ακουγόταν απόμακρη και χανόταν. Ήμουν φανερά κουρασμένος. Έτσι παραδόθηκα στις σκηνές που θα μου παραχωρούσε ο απρόβλεπτος Μορφέα.
Βαθύ σκοτάδι με περιτριγύριζε. Ήταν η γαλήνη της ψυχής μου κάτω από ένα μυστηριώδη μαύρο πέπλο. Ήμουν μόνος και έστεκα με αδημονία έξω από τις νυχτερινές πύλες του Ύπνου, να μου ανοίξει και να μου αποκαλύψει νέα μυστήρια. Πρόσμενα την ονειρική στιγμή.
 Ήμουν μόνος στο σκοτάδι...  και εκεί που καρτερούσα τη συντροφιά των γλυκών ονείρων δυο πιο ζοφερά μάτια άνοιξαν εμπρός μου.
Έμοιαζαν να με γυρεύουν επίμονα. Με βρήκαν και με παρατηρούσαν κακόβουλα σα να αποζητούσαν την ψυχή μου, σαν δαίμονας της αβύσσου του Μορφέα. 
Ο τρόμος σκέπασε την ψυχή μου, ένοιωθα τα άκρα μου παγιδευμένα. Πρέπει κάτι να με κρατούσε ακινητοποιημένο στην άβολη θέση μου. Αυτά τα σατανικά μάτια, δραπέτες από άλλους κόσμους,  διαβολικούς…
Με πλησίαζαν όλο και πιο κοντά. Ολοένα και μεγάλωναν, και εγώ εκεί να στέκω μικρός και αβοήθητος με μια γυμνή ψυχή έτοιμα να την κατασπαράξουν. Ύστερα χάθηκαν!
Παρέμεινα παγωμένος στο κενό.
Κάτι περίεργο υπήρχε στο βάθος εκείνων των καταχθόνιων οφθαλμών, κάτι γνώριμο, κάτι τρομερό σπαρταρούσε στις ορφνές του κόρες. Κάτι ξεπεταγόταν από κει με ύπουλες προθυμίες που υπόσχονταν αιώνια τιμωρία. Κάτι θέριευε απαγορευμένα εκεί μέσα για να ξεσκίσει τη γαλήνη του πνεύματος μου.
Νάτο πάλι! Με πλησιάζει το καταραμένο, έτοιμο να κολλήσει βασανιστικά πάνω μου! Να πάρει η ευχή!
Κατάρα! Δε μπορώ να εξηγήσω το σχήμα του, την εικόνα του, τη σύσταση του. Δε μου το επιτρέπει η αγωνία που ακρωτηριάζει τις ονειρικές μου αισθήσεις. Τεντώνεται προς το μέρος μου έτοιμο να κολλήσει σα μίασμα πάνω μου. Ω! Θεέ μου ,τι αγωνία! Ας με σώσει κάποιος! Έλεος ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!

                        **************************
Τινάχτηκα από τη θέση μου με μια πνιγμένη κραυγή. Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας εφιάλτης! Ένας τερατώδης εφιάλτης που φύλαγε για τον οποιονδήποτε ο απρόβλεπτος κόσμος του Μορφέα.  
Είχα ιδρώσει σε σημείο που έπρεπε να αλλάξω πουκάμισο. Χάζευα γύρο μου μπερδεμένος. Από ότι φαίνεται κανείς δε με πήρε χαμπάρι. Για όλους ο Μορφέας ύφαινε, στον καθένα ξεχωριστά, τους δικούς του αδιάβατους κόσμους. Και όπως φαινόταν, πολύ πιο γαλήνιους.
Σε όλους παρά μόνο σε έναν δεν έδωσε την ευκαιρία αυτή. Στον άντρα απέναντί μου, που το σκυθρωπό του ζύγιασμα είχαν κλειδώσει την αναστατωμένη εικόνα μου όση ώρα η ψυχή μου πάλευε με τα στοιχειά της. 
Αυτά τα γέρικα μάτια που με εγκλώβιζαν με την τρομαχτική σοβαρότητα και ακατάσβεστη απάθεια τους. Αυτοί οι οφθαλμοί που στη ζοφερή τους κενότητα βασίλευε το ίδιο τρισκότεινο βλέμμα του δαίμονα που με κάρφωνε. Ήταν φανερό ότι έτρεμα, όπως το ίδιο φανερό -και αδιάψευστα πραγματικό- ήταν το ίδιο σχήμα οφθαλμού που είχαν κοινό αυτά τα δυο μάτια!
Πέτρωσα ανέκφραστος να τον κοιτώ. Περίμενα να μου μιλήσει, να μου ψελλίσει κάτι. Έπιασα τον εαυτό μου ανίκανο να αλλάξει βλέμμα και στάση. Για μια στιγμή απόρησα με τον εαυτό μου και τη στάση μου απέναντι στον άγνωστο άντρα.
Ο τρόμος μου δεν καταλάγιασε το παραμικρό. Μα την αλήθεια! Όσο κι αν βυθιζόμουν στα κατάμαυρα μάτια του συνειδητοποιούσα το πόσο ταίριαζαν τα δύο αυτά ζευγάρια μάτια!
Ο γέρος με την απαράλλακτη καρικατούρα στο προσωπείο του γύρισε μπροστά του και ξανάκλεισε τους οφθαλμούς του. Έτσι απλά, αναίσθητα και μηχανικά σα να μη συνέβη τίποτα.
Πρέπει να είχαν περάσει αρκετά λεπτά από τη στιγμή που ξεκόλλησε η προσοχή μου από πάνω του. Η τρομάρα μου αργά και βασανιστικά υποχωρούσε σε σημείο όμως που ακόμα την ένοιωθα.  Τι ήταν αυτό που μου συνέβη; Δε μπορούσα να βρω άκρη, ώσπου κατέληξα ότι η εικόνα του γέρου είχε εισχωρήσει στο υποσυνείδητο μου.
Την ώρα που χαλάρωνα ήρθε ύπουλα και τρύπωσε εκεί για να μεταμορφωθεί σε ένα αβυσσαλέο εφιάλτη. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Δε θα υπήρχε καμιά άλλη…  
Ξάπλωσα πίσω στο κάθισμα μου για να ηρεμίσω και να δοκιμάσω για ακόμη μια φορά να διεισδύσω στο όνειρο, στην ουσιαστική του γαλήνη.
Το αεροπλάνο τραντάχτηκε…
Κοιμισμένος όπως ήμουν παρασύρθηκα από τη βίαιη κίνησή του. Φαινόταν πως ξεκινούσαμε την απογείωση. Ευχήθηκα, λοιπόν, να έχω καλή πτήση όπως άλλωστε θα έκανε και η αγαπημένη μου Έμμα και τακτοποιήθηκα πιο άνετα στη θέση μου.
Το αεροσκάφος δεν είχε φύγει στα πρώτα μέτρα για την απογείωση και παλλόταν επικίνδυνα. Οι αεροσυνοδοί φρόντιζαν να καθησυχάσουν τους επιβάτες που έδειχναν αναστατωμένοι. Δε μπορούσα να παραδεχτώ ότι δεν ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς κι αφού εγκατέλειψα κάθε τελευταία προσπάθεια να ηρεμίσω, έψαχνα για μια  αεροσυνοδό να μου εξηγήσει το τι συνέβαινε.
Ξαφνικά όλα μέσα στο αεροσκάφος δονούνταν ανεξέλεγκτα. Δεν ήταν οι συνήθεις κραδασμοί κατά την απογείωση, ήταν κάτι ανησυχητικά χειρότερο από αυτό.
Σε απειροελάχιστα δευτερόλεπτα το σκάφος πρόβαινε σε ριψοκίνδυνους ελιγμούς που μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία απρόβλεπτη πορεία. Δε χρειαζόμουν πια την αεροσυνοδό να μου εξηγήσει την κατάσταση. Το ένστικτο μου μίλησε πρώτο με αδιάψευστα στοιχεία να αραδιάζουν γύρο μου.
Από μακριά έβλεπες συγγενείς και φίλους κολλημένους στα τζάμια του αεροδρομίου και συλλογιζόσουν τον τρόμο τους. Αχ! Θεέ μου τι να σκέφτεται η Έμμα; σκέφτηκα σε μια στιγμή αδυναμίας.
Στο αεροπλάνο επικρατούσε ανεξέλεγκτο αλάφιασμα. Οι επιβάτες ήταν σκορπισμένοι σε όλα τα σημεία του σκάφους από τις απότομες μανούβρες. Ακόμα και εγώ είχα φτάσει τρείς θέσεις παρακάτω από κει που καθόμουν. Είχα γεμίσει με μώλωπες όπως και οι υπόλοιποι συνεπιβάτες μου. Είχα στραμπουλίξει το δεξί μου αγκώνα κατά την εκτόξευσή μου μπροστά στο αεροσκάφος.
Και σε όλη την ατελείωτη εξέλιξη του δυστυχήματος που επικρατούσε ένας είχε καταρρίψει τους νόμους της Φύσης. Εκείνος που ήταν ζωσμένος στο καροτσάκι του. Η σταφιδιασμένη σκυθρωπή μορφή. Αγέρωχος παρατηρούσε σαν ένας απαθής θεός τα αξιοθρήνητα δημιουργήματά του. Γύρισα, περισσότερο από συμπόνια, να δω αν ο γέροντας ήταν καλά- όσο πιο καλά δυνατό να ήταν.
Κάτι με σταμάτησε. Δεν έπρεπε να κοιτάξω! μου ψιθύριζε επίμονα το ένστικτο μου. Σχημάτισα την εντύπωση πως με παρακολουθούσε από την αρχή του συμβάντος με εκείνες τις αλλόκοσμες και ψυχρές του κόρες. Ο πανικός μου διπλασιάστηκε, η όψη του και μόνο με τραβούσε σε κόσμους ζοφερούς και απαγορευμένους. Με κόπο παρατηρούσα την κατάσταση γύρω μου. Δίπλα μου άνθρωποι προσεύχονταν για την τύχη τους, άλλοι ούρλιαζαν , άλλοι έκλαιγαν και με παγίδευαν μέσα στη θωριά τους που διψούσαν για οίκτο· δεν ένοιωθαν έτοιμοι να φύγουν με τέτοιο τρόπο από αυτόν τον κόσμο.
Σύρθηκα ,όσο μου επέτρεπε η κατάσταση μου, σαν τον όφη μέχρι τα άδεια καθίσματα και κρατήθηκα από τη βάση τους. Ενστικτωδώς περισσότερο όρισα το σημείο ως προφύλαξη μου.
Παρόλη την άβολη θέση μου, τουλάχιστον, δεν είχα σε θέα το φρικτό πρόσωπο του γέροντα. Κι όμως, ακόμα και πίσω από τις θέσεις διαισθανόμουν το φλεγματικό του κοίταγμα να μου ροκανίζει την ύπαρξη.  
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, το αποκορύφωμα ήρθε πολύ γρηγορότερα από όσο περίμενα.
Οι μπροστινές ρόδες του αεροσκάφους έσπασαν με ένα δυνατό πάταγο και σύρθηκε με τη μύτη χιλιόμετρα μακριά. Όσοι δε βιάστηκαν να κρατηθούν από κάπου εκτοξεύτηκαν άψυχα σα κούκλες  προς το μπροστινό μέρος του αεροπλάνου.
Την ακριβή στιγμή της εκτίναξης, ενστικτωδώς και πάλι, κρατήθηκα με νύχια και με δόντια από τις βάσεις των θέσεων. Οι κλειδώσεις μου είχαν ασπρίσει από το σφίξιμο. Το στομάχι μου είχε ανακατευτεί από την αγωνία και τους κραδασμούς. Φωνές, ουρλιαχτά και διαμαρτυρίες ήταν οι φρικαλέες μελωδίες που ηχούσαν και σε αναστάτωναν ακόμη περισσότερο.
Δεν πρέπει να πέρασε πολύς χρόνος και  όλα γύρω νέκρωσαν ξαφνικά όπως κι έτσι ξεκίνησαν.
Ούτε φώτα, ούτε φωνές, ούτε σκουξίματα, μήτε ανάσες τριγύρω. Το σκηνικό μετατράπηκε σε περιβάλλον μαυσωλείου. Πλήρης γαλήνη. Κουφαινόσουν από την ησυχία και μια αίσθηση ψύχους περιπλανιόταν ολόγυρα. Ακόμη κι εγώ δε γνώριζα αν είχα πεθάνει. Λες και ήμουν φυλακισμένος σε μια άλλη διάσταση, πέρα από τον κόσμο μας, χαμένος με τους άλλους. Έτσι άραγε ήταν ο θάνατος; Ο Παράδεισος; Η Κόλαση; Τί ήταν αυτό το μέρος τώρα; Μήπως μια μελλοθάνατη ψευδαίσθηση; Δεν ξέρω. Ανάθεμα!   
Στο επόμενο γήινο λεπτό με ξύπνησε από τη ζάλη μου ένα αργόσυρτα τσιριχτό γυναικείο ουρλιαχτό. Πρέπει να βρισκόμουν ακόμα στη γη!
 Ύστερα συνοδεύτηκε από διάφορες ασύγχρονες ανάσες, βογκητά, σκουξίματα και κλάματα. Γύρισα πίσω το κεφάλι μου προς την πηγή του ήχου που πρωτάκουσα. Διέκρινα μπροστά μου μια σάρκινη σωρό από ανθρώπους που δε ξεχώριζες αν ήταν ζωντανοί. Κάποιος δεξιά παράλληλα απέναντι μου, κι αυτός μιμούμενος τη στάση μου, με κοιτούσε με μια γκριμάτσα απολογητική και χαραγμένη από μώλωπες και πληγές. Προσπάθησα να ανασηκωθώ αλλά τα πόδια μου είχαν παραλύσει και το μυαλό μου σφύριζε από τη ζάλη.
Κατέβαλλα γερές προσπάθειες να σηκωθώ. Κούτσαινα και παραπατούσα καθώς με κόπο περιφερόμουν στον κεντρικό διάδρομο του αεροσκάφους. Από μακριά άκουγα σκουξίματα και τον απολογισμό των νεκρών και των τραυματιών που έδινε η πληγωμένη αεροσυνοδός τηλεφωνικά συνδεόμενη με τον πύργο ελέγχου.
«Έχουμε πέντε νεκρούς και είκοσι επτά τραυματίες…» δήλωνε σοκαρισμένη καθώς έφτυνε αίμα ανάμεσα στις λέξεις.
Προχώρησα αποφασισμένος προς τη μεριά του παράξενου παράλυτου άντρα. Δεν ξέρω γιατί. Όχι για να επιβεβαιώσω αν είναι καλά ,αλλά κατά περίεργο τρόπο δεν ένιωθα την παρουσία του διαβολικού του στιγματισμού. Ενδεχομένως το σοκ που υπέστη να με τρόμαξε περισσότερο από την παρουσία του και να παρέλυσε εκείνο το κομμάτι του φόβου που μου προκαλούσε. Κοντοζυγώνοντας το σημείο όπου καθόταν  παρατήρησα πρώτα μια γυναίκα να σηκώνεται από κάτω του. Η πληγωμένη γυναίκα κραύγασε -από τη φρίκη που συνάντησε- κάτι το πραγματικά απρόσμενο για μένα «Ένας νεκρός!».
Έστεκε εκεί ακόμα στην ίδια θέση και μετά το θάνατό του, απαθής και κατσούφης.
Δε μπορούσα να διακρίνω  τα αίτια του θανάτου του. Πιθανόν να ήταν καρδιακό επεισόδιο. Δεν ήμουν όμως γιατρός για να γνωρίζω. Αλλά αφού δεν υπήρχαν εμφανή σημάδια τραυματισμού η ασχετοσύνη μου το απόδιδε σε οργανική βλάβη. Και εκεί που είχα καταλήξει στο συμπέρασμα μου, διέκρινα τα αιματοβαμμένα χέρια της γυναίκας. Όχι, τα χέρια της ήταν καθαρά όταν την είδα να σηκώνεται. Επίσης η ίδια δεν έφερνε κάποιες εξωτερικές πληγές που έφεραν αιμορραγία. Το μόνο που είχε το εύθραυστο ανθρώπινο σώμα της ήταν κάτι μώλωπες στο κούτελο και κάποιες ελαφρές γρατσουνιές στους αγκώνες και στις γάμπες της. Και ενώ εκείνη παρατηρούσε το ξένο αίμα στα χέρια της η προσοχή της έπεσε αυτόματα στο αριστερό πλευρό του γέρου που, όπως κι εγώ παρατήρησα αργότερα, ήταν βουτηγμένο στο αίμα.
Με κοίταξε με στενάχωρο βλέμμα και της έκανα νόημα να απομακρυνθεί. Έσκυψα και εξέτασα το πλευρό του γέρου, και διαπίστωσα το σοβαρό του τραύμα. Ταυτόχρονα κατάλαβα και τον παράδοξο λόγο τραυματισμού του. Ένα μεταλλικό μέρος από το εύθραυστο αναπηρικό καροτσάκι ξεκόλλησε από τα τραντάγματα του αεροσκάφους και ολοκλήρωσε το φονικό του δράμα, διαπερνώντας το πλευρό του άτυχου γέρου. Λυπήθηκα για να πω την αλήθεια, άσχετα που η παρουσία του που πάγωνε κυριολεκτικά το αίμα.
Προσευχήθηκα για τον γρήγορο και ανώδυνο δρόμο του προς τα σύνορα των νεκρών, όπου εκεί θα έβρισκε τη γαλήνη που μπορεί να μην είχε αντικρίσει σε τούτο τον κόσμο.
Σηκώθηκα πάλι με δυσκολία – τα πλευρά μου έκαιγαν από τον πόνο.  Καθώς γυρνούσα για να φύγω δεν είχα συμπεράνει εξαρχής το μακάβριο που αντίκριζα τώρα μπροστά μου με φανερή έκπληξη. Το πρόσωπό του είχε μεν τα αγριωπά του χαρακτηριστικά αλλά κατά πολύ περίεργο τρόπο ήταν γυρισμένο προς τα δεξιά, κοιτώντας προς εμένα!
Τότε το ίδιο εκείνο αλλόκοσμο αίσθημα τρόμου ξανακύλησε στις φλέβες μου καθοδηγώντας  το δηλητήριό του σε όλο μου το σύστημα, οργανικό και ψυχικό.
Η τοξικότητά του μου μυρμήγκιαζε και μου έπρηζε τον εγκέφαλο σε σημείο ισχυρού πονοκεφάλου. Η καρδιά μου χτυπούσε ασύγχρονα που κόντευε να εκραγεί όσο η φαντασία μου έπαιρνε σάρκα και οστά από αυτό μου έμελλε να συλλάβει το μυαλό μου. Άρχιζε να μουδιάζει παντελώς το κορμί μου. Δεν πίστευα στο παραμικρό ότι μετά το θάνατο του θα επισκεπτόμουν και πάλι τον ίδιο αδυσώπητο εφιάλτη!
Και ναι λοιπόν, πρόσεξα το εντελώς αφύσικο ,για τον κόσμο τούτο, γεγονός: Τα κενά σκοτεινά του μάτια δεν ήταν πια τόσο κενά όσο φάνταζαν στην αρχή που τον χάζευα νεκρό. Ήταν τρομερό, δε θα συνέβαινε πραγματικά αυτό που διαδραματιζόταν τώρα ευθέως στα δικά μου μάτια. Κι όμως δε μπορούσα μα το Θεό να το διαψεύσω!
Εκείνες οι ανθρωπόμορφες κόρες του ξαναζωντάνευαν και σπαρταρούσαν για να δημιουργήσουν άλλον έναν επικείμενο και δυσβάσταχτο τρόμο. Και ήταν εκεί ολοζώντανες από ένα άγνωστο σύμπαν, χωρίς αιτία και αφορμή να καταπλήξουν το δικό μου απροετοίμαστο κόσμο. Εκείνες οι κόρες δεν ήταν τίποτα το διαφορετικό αλλά το καθρέφτισμα των αβυσσαλέων ματιών που μου υπέδειξε ένας άγνωστος για τον κόσμο μας Μορφέας. Μου χαμογελούσαν χαιρέκακα ξετυλίγοντας όλο το δράμα της μαύρης οδύνης τους. Η σκοτοδίνη σφίχτηκε σε όλο μου το σώμα καθώς την απαρνιόμουν πνευματικά με νύχια και με δόντια.
Δεν άντεξα και αδύναμος κατέρρευσα χάμω…
                        ***************************
‘ ΌΧΙ!’ διαμαρτυρήθηκα φωναχτά.
Η αεροσυνοδός με πρόσεξε και ήρθε προς το μέρος μου για να με καθησυχάσει.
«Είστε καλά, κύριε;» ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει.
Οι ανεξέλεγκτες ταχυπαλμίες της καρδιάς μου βούβαιναν τα αυτιά. Δεν κατάφερα να ξεχωρίσω τις λέξεις της γυναίκας που μου απεύθυνε το λόγο.
Όλα έτρεχαν ξέφρενα γύρο από το κεφάλι μου λες και τερμάτισα μια τρελή κούρσα στο τρενάκι του τρόμου.
Μα τι γίνεται...; Πως είναι δυνατόν; Η ίδια αεροσυνοδός που βρήκα πριν χτυπημένη να μιλά στο τηλέφωνο βρισκόταν τώρα σε εξαιρετική κατάσταση. Δίχως το παραμικρό σημάδι τραυματισμού πάνω της. Πώς είναι δυνατό να συμβαίνει; Μήπως μεταφέρθηκα σε κάποια άλλη διάσταση; Μήπως εν τέλει αυτή είναι η μεταθανάτιο ζωή; Ένας διαφορετικής εκδοχής αλλά παράλληλος κόσμος; Τι συμβαίνει εδώ πέρα;
Όλοι οι συνεπιβάτες μου ήταν στις θέσεις τους. Δεν υπήρχε πια μπροστά η σωρός από ανθρώπινα σώματα, μήτε ουρλιαχτά, μήτε οδυρμοί. Αντιθέτως τα διαδέχτηκαν τώρα τα γέλια , οι εύθυμες συζητήσεις, ο ήπιος ύπνος. Όλα κυλούσαν φυσιολογικά. Ακόμα και τα μικρά τραντάγματα του αεροπλάνου οφείλονταν τώρα στα μερικά κενά αέρος, αφού πια βρισκόμασταν εν πτήση.
Το σοκ ήταν μεγάλο και προσπάθησα να βρω τα λόγια μου κομπιάζοντας.
«Καλά είμαι δεσποινίς.» είπα κάπως αδύναμα με ανεπαίσθητο ύφος.    
«Μάλλον θα βλέπατε κάποιον ενοχλητικό εφιάλτη, κύριε.» συνέχισε παρηγορητικά η τότε τραυματισμένη αεροσυνοδός.
Έγνεψα συγκαταβατικά αποδεχόμενος την εντύπωσή της – όπως και έτσι θα είχαν τα πράγματα- και ύστερα αποχώρησε.
Πρέπει να ήταν πραγματικά ένας εφιάλτης. Ένας ακόμη εφιάλτης.
Το κεφάλι μου πονούσε λες και είχα δεχτεί χτύπημα με τη βαριοπούλα και κάλεσα την αεροσυνοδό να μου φέρει κάποιο βαρύ παυσίπονο.
Έτρεμα λίγο, πιθανότατα αποτέλεσμα της σύγχυσής μου. Το ρίγος σα κισσός σκαρφάλωνε κατά μήκος στο σώμα μου και δε μπορούσα να το αποβάλλω. Αλλά ίσως πάλι να μην ήταν η σύγχυση αλλά ο τρόμος που βίωσα, τόσο ζωντανά, στον εφιάλτη μου. Έτρεμα σύγκορμος και ακόμη τρομοκρατημένος από τους εφιάλτες μου πίστευα ότι ακόμα καραδοκούσαν κάποια υπολείμματα αυτών προς όλες τις γωνιές του σκάφους. Μήπως πλησίαζα την τρέλα; Μήπως έπρεπε να μην είχα κάνει αυτό το ταξίδι τελικά;
Έπρεπε να καθησυχάσω τον εαυτό μου. Να τον πείσω πως όλα πέρασαν και πως όλοι ήμασταν σώοι και αβλαβής. Ακριβώς ότι θα έλεγα σε ένα μικρό παιδί αναστατωμένο από έναν εφιάλτη. Κάποια στιγμή θα πρέπει και εγώ να μεγαλώσω και να σταματήσω να επηρεάζομαι από τέτοιες άσχημες στιγμές ύπνου ψέλλισα στον εαυτό μου περισσότερο για να ακούσω την ίδια μου τη φωνή.
Πεπεισμένος από την αίσθηση της ασφάλειας που μου χάρισε η συνειδητοποίηση της ασφαλής μου πια κατάστασης, αφέθηκα και απόλαυσα τη συνέχεια της κλασικής μουσικής από τα ακουστικά μου.
Άκουγα την μεθυστική πέμπτη συμφωνία του Μπετόβεν καθώς στο πίσω μέρος του εγκεφάλου μου πάλλονταν τα παράδοξα γεγονότα στον τερατώδη οίκο του Ύπνου που βίωσα.  Οι επικίνδυνες δονήσεις του σκάφους, την αγωνία των επιβατών, και … Θεέ μου…
Ο πανικός σκαρφάλωσε πάλι πάνω μου και πιάνοντας με άχαρα από το στήθος με τράνταξε βίαια. Είχα κοκαλώσει στη θέση μου. Δεν είχα πια τη δύναμη να αντικρίσω για ακόμη μια φορά….
…. Τη μορφή του ανάπηρου γέροντα!
Οι ταχυπαλμίες μου αυξήθηκαν, το μούδιασμα στο μυαλό μου επέστρεψε και όλος εκείνος ο ίδιος τρόμος φώλιασε σα δηλητηριώδες φίδι μέσα μου. Όσες φορές κι αν μου ξυπνούσε αυτά τα τρομερά αισθήματα αυτός, ήταν σίγουρο πως ποτέ μου δε θα το συνήθιζα.
Κατέβαλλα πάμπολλες προσπάθειες για να γυρίσω να τον αντικρύσω και να μην ουρλιάξω. Πρέπει να τα κατάφερα ως ένα σημείο. Πάγωσα. Ήταν απέναντί μου και με παρατηρούσε με το ίδιο γνώριμο βλέμμα, αλλά λίγο διαφορετικό. Δεν ξέρω αν οφειλόταν στη μάσκα φρίκης που φόρεσα όταν τον αντίκρισα.
Στεκόμασταν αμίλητοι  χαζεύοντας ο ένας τον άλλον για αρκετά δευτερόλεπτα που έμοιαζαν μια αιωνιότητα. Δε μίλησε κανείς, απλά το βλέμμα του ενός χανόταν στο βλέμμα του άλλου.
Αλίμονο αν έβλεπε κι ανακάλυπτε το σαρδόνιο πλάσμα που τον αντικατόπτριζε ο εφιάλτης μου. Τι θα γινόταν τότε; τόλμησα να σκεφτώ.
Ήταν όμως το ίδιο πλάσμα ή απλά το ανθρωπόμορφο τέρας ανήκε αποκλειστικά και μόνο στον κόσμο της φαντασίας μου;   
Το μόνο που γνώριζα είναι ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος θελημένα ή αθέλητα κατάφερε να κερδίσει τους χειρότερους φόβους μου και να πάρει τη θέση τους.
Τη στιγμή του συλλογισμού μου συνέβη το εξής αλλόκοτο. Η ρυτιδιασμένη του όψη με είχε απορροφήσει ολωσδιόλου όταν μια καμπύλη σχηματίστηκε στα σάρκινα χείλη του και σαν τελική πράξη του απαθές έργου του γύρισε πάλι το κεφάλι του μπροστά.
Δεν κατάφερα να αποδώσω κάποιο νόημα στη στάση του. Τι να έκρυβε άραγε αυτή η αινιγματική και ανεξήγητη παράσταση στο ύφος του. Δεν κατάφερα ποτέ να μάθω αν ήταν σαρδόνιο ή καλοκάγαθο το χαμόγελό του. Ήταν τόσο απροσδιόριστο! Αυτό μου έφερε ακόμη περισσότερο τρόμο από κάθε τι άλλο.
Γύρισα με πάλι σχεδόν τον ίδιο κόπο μπροστά μου για να συγκεντρωθώ ώστε να αποβάλω το διαβολικό του στίγμα από πάνω μου. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να ξεπεράσω τούτο το φόβο! ικέτευσα βαθιά μέσα μου.
Σαν πρώτο ξορκισμό αναζήτησα την ηρεμία της μουσική μου. Ήταν το μοναδικό γιατρικό που κουβαλούσα μαζί μου και που του όφειλα πολλά χάρις την αποτελεσματικότητα που είχε απαλύνοντας τις σκοτεινές σκέψεις που με στοίχειωναν.
                        **************************
Πέρασε αρκετή ώρα χαλάρωσης και άνοιξα και πάλι τα μάτια μου με τρόπο που είχα ξεχάσει.
Όλα βρίσκονταν και πάλι στη θέση τους. Πήρα μια βαθιά ανάσα για να ανταμείψω την γαλήνη που με κέρδισε αλλά και να εξαλείψω την απειροελάχιστη αγωνία που μου έμεινε.
Το ταξίδι μου επιτέλους έπαιρνε την αρμονία που του άξιζε. Γύρισα ανενόχλητα το πρόσωπό μου προς τη μεριά του, αποφασισμένος να του μιλήσω. Να αποτινάξω μια και καλή το νέο εφιάλτη από πάνω μου. Και με μια παιδιάστικη διάθεση όσο ποτέ πήρα το θάρρος να του πιάσω την κουβέντα.
Έκπληκτος όμως είδα ότι έλειπε από τη θέση του. Πριν η σκιά του τρόμου τολμήσει να σκεπάσει τα πρώτα αποθέματα της καλής μου διάθεσης έψαχνα γύρο για εκείνον. Μα δε βρισκόταν πουθενά! Η αγωνία τότε τρύπησε τη σάρκα μου έτοιμη να με αρπάξει πάλι από τα μύχια της ψυχής μου. Δεν ένοιωθα καλά. Η σκοτοδίνη επέστρεψε και πάλι.
Ένοιωσα την επιθυμία να σηκωθώ και να τον αποζητήσω. Όσο έλειπε από το ορατό μου πεδίο τόσο η αγωνία μου κατέτρωγε το στομάχι. Δεν ήθελα να πιστέψω πως θα πεταγόταν σα φάντασμα από τις γωνιές του αεροπλάνου. Δε μπορούσα να συλλάβω το γεγονός ότι ο καταπολεμημένος πια εφιάλτης μου θα ζωντάνευε εδώ και τώρα! Δε ήταν δυνατόν να είχε χαθεί από μπροστά μου. Αν είναι δυνατόν, ήταν ανάπηρος στο κάτω-κάτω της γραφής! Μήπως είναι της φαντασίας μου, λοιπόν; Σάμπως είναι τριγύρω μου και ο φόβος με έχει τυφλώσει σε σημείο που να μη μπορώ να τον δω; Ναι, ίσως συμβαίνει το τελευταίο. Αλλά και πάλι μήπως είναι ακόμη ένας εφιάλτης; Είμαι άραγε εγκλωβισμένος και καταδικασμένος σε ατέρμονα σκοτάδια που θύμιζαν όνειρα; Σάμπως ο Ύπνος με καταδικάζει με παθιασμένο μίσος για τις μόρες που σκορπώ και βεβηλώνω τη χώρα του; Θα κάτσω κάτω και θα συγκεντρωθώ επέβαλα στον εαυτό μου αποδιώχνοντας την αναπηρία που μου προκαλούσε η σύγχυση.
Πρέπει να με καθησύχασα αρκετά αφού μπόρεσα να βρω και πάλι το βεβηλωμένο κουράγιο μου. Τώρα  νοιώθω συγκεντρωμένος, ας ξανακοιτάξω…
Τίποτα πάλι! Είναι οφθαλμοφανές ότι δεν βρίσκεται εδώ. Πρέπει να τον βρω. Ίσως αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο. Μόνο εγώ γνωρίζω τη σοβαρότητα του προβλήματος , ή του κινδύνου καλύτερα. Μα τι λέω ο αθεόφοβος; Αρχίζω να τρελαίνομαι! Μήπως έχω ήδη τρελαθεί;
Μπορεί να πήγε στο μέρος για την ανάγκη του και κυριευμένος από τους φόβους μου να προκαλέσω κανένα ατύχημα, συνέχιζα να τα βάζω με μένα.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα εκείνος ο άντρας μου προκάλεσε ένα σατανικό πανικό που ποτέ μου δεν αντίκρισα τα τελευταία χρόνια της ζωής μου. Αξίζει να τον προσέχω από κοντά, συμπέρανα μέσα στον παροξυσμό μου.
Γιατί ακόμα και η αλήθεια να μη με έβρισκε σύμφωνο με τα πραγματικά γεγονότα, το ένστικτο, αυτό το ζωώδες ένστικτο, δε με άφηνε το παραμικρό.
Το ζωώδες ένστικτο μου, λοιπόν, βρίσκεται στο κόκκινο. Με διέταζε δίχως λογικές σκέψεις να χιμήξω εμπρός στον κίνδυνο, να προφυλάξω εμένα και τους συνταξιδιώτες μου. Είναι αξιοσημείωτα τρομερό μερικές φορές τι μπορεί να σου προκαλέσει το ένστικτο και σε τι καταστάσεις μπορεί να σε εμπλέξει.
Χωρίς λογικές σκέψεις- και παρασυρόμενος από ένα ντελίριο τρέλας- συγκέντρωσα το θάρρος μου και προχώρησα προς το πίσω μέρος του αεροσκάφους.

                ******************************

Μπορώ να πω πως κανείς τους δε με πήρε χαμπάρι όταν σηκώθηκα και έφυγα από τη θέση μου. Ούτε καν οι αεροσυνοδοί που ήταν απασχολημένες με τους υπόλοιπους επιβάτες.
Κάθε βήμα μου που πλησίαζε με έφερνε πιο κοντά στην αγωνία του αγνώστου που θα αντίκριζα. Στη σκέψη που θα πεταγόταν αυτός ο γέροντας από το πουθενά εξασθενούσε την τόλμη μου που με δυσκολία είχα συσσωρεύσει. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν ήταν κάτι διαφορετικό από εμένα, συν ότι ήταν ανάπηρος. Επιχείρησα με κόπο να ανοίξω μερικά παραθυράκια λογικής και να σκεφτώ. Δε κατάφερα όμως να  ξεγελάσω τόσο εύκολα το ένστικτό μου. Ο φόβος μου ήταν αδιαφιλονίκητα ασφυκτικός. Πάλευε με το σθένος μου να κατασκοπεύσω ένα καταχθόνιο κακό ή έναν απλό καθημερινό άντρα με αναπηρία. Η τρέλα έπνιγε το μυαλό μου και εκείνη με τη σειρά της υποτακτική στις επιταγές ενός ενστίκτου που βρισκόταν στο αποκορύφωμα της αυτοσυντήρησής του.
Δεν κατάφερα να ελέγξω το βάρος μου μέσα στην ανησυχία μου και ο βαρύς υπόκωφος ήχος στο χαλί του διαδρόμου από τα βήματά μου με μαρτυρούσε σε εκείνο το κακό.
Το μέρος πίσω από τις θέσεις των επιβατών ήταν κατάλληλα σκοτεινό. Σα να συνέβαλε το μέρος στο υποχθόνιο σκηνικό που ετοιμαζόταν εναντίον μου.  
Και προτού στρίψω και συναντήσω την καθιστή φιγούρα μπροστά από μια τεράστια ιώδες φωτιζόμενη ταξιδιωτική πινακίδα, μου απηύθυνε το λόγο της.
«Καλώς όρισες Τζακ. Με γυρεύεις;» μου μίλησε με ένα τόνο σοβαρό και βραχνό που ποτέ στη ζωή μου δε θα ξεχάσω. Το ίδιο απαθή ακριβώς όπως και η ζαρωμένη όψη του. « Δε με ενοχλεί που με κατασκοπεύεις. Αυτό που με ενοχλεί είναι γιατί ξέρεις!» συνέχισε με την ίδια ανατριχιαστική φωνή.
Σάστισα. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Τα λόγια χάθηκαν από το στόμα μου καθώς στέγνωνε ασυναίσθητα. Δε μπορούσε πια να με βοηθήσει η ομιλία μου κι ο εγκέφαλος μου δε μπορούσε να σκεφτεί για να βρει μια καλή δικαιολογία για να αποφύγει τη δυσάρεστη θέση μου.
«Τι σκέφτεσαι Τζακ τόση ώρα; Έλα λοιπόν σε εμένα, μπορείς να μιλήσεις άφοβα» και στη λέξη ‘άφοβα’ του βγήκε ένα κακόβουλο γέλιο πνιγμένο στο φλέγμα του.
«Μόνο οι δυο μας γνωρίζουμε Τζακ!» είπε με σοβαρό τόνο λες και μοιραζόταν μαζί μου ένα σκοτεινό κοινό μυστικό.
Τι στο καλό συνέβαινε; Δε μπορεί ο εφιάλτης μου να παίρνει σάρκα και οστά! Κι όμως ζωντάνευε μέσα σε ένα περιβάλλον σκοτεινιασμένο κάτω από το ιώδες φως της ταξιδιωτικής πινακίδας. Ανατρίχιασα.
Ποιά από όλες τις άβατες μαύρες τρύπες της κόλασης τάχα άνοιξε για μένα; Τα πράγματα εξελίσσονταν όπως είχα φοβηθεί. Οι πύλες του Μορφέα άνοιγαν πρόστυχα εμπρός μου αποκαλύπτοντας τους λιμασμένους πια εφιάλτες μου να με χαζεύουν σα Κέρβεροι με τα στόματά τους απειλητικά ανοιχτά και πεινασμένα. Γεμάτα με δηλητηριώδη σάλια και ξένο αίμα. Πανέτοιμοι με το σινιάλο του θεού των ονείρων να με κατασπαράξουν.
Και το ποιο τρομακτικό ήταν αυτό που υπονοούσε πως γνώριζα και εγώ. Τι γνώριζε πως ήξερα; Τι ήταν αυτό που γνωρίζαμε από κοινού; Τι σημαίνουν όλα αυτά και τι ήταν αυτό το απειλητικό αυτό που με ενοχλεί είναι γιατί ξέρεις! Τι στο καλό ξέρω;
Ξαφνικά το μυαλό πήρε μπρος. Τρόμαξα με την πρώτη εντύπωση που πήρα. Η ιδέα ότι γνώριζε και ίσως πολύ πιθανόν το γεγονός ότι με ακολουθούσε σε όλες εκείνες τις αγωνιώδης σκέψεις που έκανα για αυτόν με παρέλυσε.
« Μην απελπίζεσαι Τζακ. Δε θα σε δυσκολέψω καθόλου…» ήρθε σαν απάντηση στον εσωτερικό μου παράδοξο μονόλογο.
Όσο κυλούσε ο χρόνος  έκανα προσπάθειες να κατανοήσω την πραγματική υπόσταση της περίστασης και να βρω τη χαμένη μου λαλιά.
«Πώς γνωρίζεις το όνομά μου ,γέροντα;» κατάφερα βαριά να αρθρώσω τα πρώτα μου λόγια.
«Ξέρω και πολλά άλλα αγαπητέ μου Τζακ» βιάστηκε να πει σκυθρωπά ο γέρος.
«Δε θέλω να χάσω ούτε λεπτό, έχουμε καιρό για γνωριμίες, θαρρώ αργότερα. Θέλω κάτι από σένα...»συνέχισε δίχως να μου δίνει περιθώρια για μια συζήτηση, έστω μια εκτίμηση της όλης κατάστασης.
Τι να ήθελε από εμένα άραγε; Τι ήταν αυτό που με θεωρούσε ικανό να πράξω; Οι σφυγμοί μου χτυπούσαν έντονα στο ρυθμό του εκτελεστικού αποσπάσματος ενώ τον κοιτούσα ανέκφραστος και σοκαρισμένος.
Καθώς παρατηρούσα τη μορφή του στο σκοτάδι μου φάνηκε πως στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη προς εμένα. Το αριστερό του χέρι ακουμπούσε πάνω στην αμυδρά φωτιζόμενη πινακίδα αποκαλύπτοντας κάτι το ανατριχιαστικό. Δε ξέρω αν η ψυχική μου κατάσταση να μου πρόβαλε οπτικές ψευδαισθήσεις αλλά θα έδινα όρκο πως τα άκρα του κατέληγαν λεπτά και μυτερά σα λεπίδια. Το κεφάλι του ήταν γυρισμένο προς τα αριστερά και φορούσε αξιοπερίεργα από το πουθενά ένα μικρό καπέλο σα τραγιάσκα. Τα μάτια του φάνταζαν δαιμόνια και οι κόρες τους αλλόκοτα γαλακτώδη εκχύνοντας την ιώδη απόχρωση από την αντανάκλαση της φωτιζόμενης πινακίδας. Εκεί κάπου χάζευαν το υπερπέραν. Το δεξί του χέρι ήταν κρυμμένο μυστήρια κάτω από το μαύρο του πουλόβερ, λες κι έκρυβε κάτι απαγορευμένο. Η στάση του σε καμιά περίπτωση δεν έμοιαζε φυσιολογική. Όλα ήταν αταίριαστα πάνω του για αυτό ίσως να φάνταζε αλλόκοσμος.
«Θέλω κάτι από σένα Τζακ…» επέμεινε στα λόγια του. «Υποχρέωσε όλους τους επιβάτες του αεροπλάνου να ενεργοποιήσουν τα κινητά τους και να τα κρατήσουν στα χέρια τους. Με κατάλαβες; Είναι πολύ απλό, δε νομίζεις;» μου πέταξε κατάμουτρα χωρίς να μου δώσει το δικαίωμα να διαφωνήσω.
Τα λόγια που έβγαζε το βραχνό του στόμα ήταν ρητά και συγκεκριμένα.
Έκανα να φύγω και να απαρνηθώ κάθε του διαταγή, κάθε λεπτό που με όδευε όλο και πιο βαθιά στην παράνοια που ζούσα.
Καθυστερημένα όμως ανακάλυψα πως ήμουν υπό την επήρεια κάποιας ύπνωσης. Φοβάμαι ότι με εγκλώβισε σε κάποια άγνωστη μαγγανεία του. Θα προέβλεψε το γεγονός ότι θα μπορούσα να του αντισταθώ. Δεν κατάλαβα για πότε ψέλλισε την καταραμένη του γητειά, για πόσο γρήγορα κίνησε τα χέρια του, για πότε εφάρμοσε τελετουργικά την κατάρα του. Το μόνο σίγουρο είναι ότι εγώ δε διέταζα ούτε τις σκέψεις μου αλλά ούτε και το σώμα μου.
Είχα ξεφύγει από τα όρια κάθε παραλογισμού και φρίκης. Είχα εξουσιαστεί από μια σατανική δύναμη, από μια άλλη διάσταση και η θέλησή μου κατέστη ανάπηρη. Αν ήμουν εγώ στο σώμα μου εκείνη την αλλόκοτη στιγμή θα είχα καταρρεύσει. Όμως δεν ήμουν εγώ. Το πράγμα που μου έμοιαζε και είχε κλέψει το όνομα μου, τα χαρακτηριστικά μου, όλη μου την ύπαρξη καθοδηγούσε με τους υποχθόνιους του μοχλούς την εύθραυστη θέληση μου. Η νέα σκοτοδίνη με κτύπησε άγρια πάνω στη στιγμή που αποδεχόμουν την φρικτή πραγματικότητα.
                        ***************************
Το κεφάλι μου γυρνούσε από τη σφυριά του ιλίγγου. Η εικόνα μπροστά μου άρχιζε να ξεδιαλύνεται, και θλιμμένα αναγνώρισα και πάλι τα ανατριχιαστικά χαρακτηριστικά του ανάπηρου γέρου να στέκει μπροστά μου. Θρηνούσα που ο εφιάλτης δεν είχε σβήσει και παρέμενε ανενόχλητος εμπρός που.
Δεν ήταν σαν τους υπόλοιπους εφιάλτες μου. Εκείνοι είχαν αρχή και τέλος. Αυτός εδώ δείχνει να έχει μόνο αρχή και ένα αβέβαιο τέλος.
Δε θυμάμαι τι είχε συμβεί τα προηγούμενα λεπτά. Θυμόμουν μόνο  ανεπαίσθητα τους συνεπιβάτες μου να κρατούν μια κινητή συσκευή …Δε μπορεί!
Κοίταξα πίσω στον κεντρικό διάδρομο που έστεκαν οι θέσεις μαζί με τον κόσμο που με παρακολουθούσε σαστισμένο και κρατούσε το κινητό τους τηλέφωνο!
Το είπε και έγινε! Πέτυχε το κακόβουλο σχέδιο του μέσου εμού. Αλλά τι νόημα είχε όλο αυτό; Οι επιβάτες με τις λαμαρίνες στα χέρια τους; Τι αλλόκοτο σχέδιο είχε κατά νου αυτό το πλάσμα;
Τα φώτα σε όλο το αεροπλάνο μονομιάς έκλεισαν. Παντού άκουγες έκπληκτες και τρομαγμένες φωνές. Μόνο ο ιώδης λαμπτήρας έμεινε ανοιχτός να φέγγει το μακάβριο.
Σκυφτός όπως ήμουν τον αντίκρισα τη θέση του με το βλέμμα μου ζητώντας λογικές εξηγήσεις. Τίποτα δε συνέβη, η παραμικρή αντίδραση. Μήτε η παραμικρή σύσπαση των νεύρων του προσώπου του. Καθόταν εκεί και με παρατηρούσε ανέκφραστα σαν και τις άλλες φορές όταν κοιμόμουν και ξυπνούσα από τους εφιάλτες. Ήταν τόσο τρομακτική η μορφή του. Έμοιαζε σα νεκρός. Ήταν άραγε;
Υποχωρώντας από απόγνωση έστρεψα το βλέμμα μου χάμω.
« Μην απογοητεύεσαι Τζακ» μίλησε το γέρικο πράγμα που έμοιαζε με νεκρό.
«Τι συμβαίνει επιτέλους;» ρώτησα απεγνωσμένα να μάθω. Αφού ο τρόμος πια είχε πια αντικαταστήσει το θυμό και την απόγνωση.
«Να, πάρε και εσύ ένα...» είπε δίνοντας μου το δικό του κινητό.
Σηκώθηκα και άπλωσα το χέρι μου για να το αρπάξω, αδύναμος να καταλάβω το γιατί. Και με απέχθεια μου απήγγειλε το εξής κωμικοτραγικό:
«Τώρα Τζακ έφτασε η στιγμή. Χάρις τον παλιάς τεχνολογίας βηματοδότη που έχω θα καταφέρω εύκολα να αναγνωρίσω τα θύματά μου, καθώς κτυπά διαφορετικά όταν έρχεται σε επαφή με τέτοιες άθλιες συσκευές που κατασκεύασε ο κόσμος σας! Βλέπεις τα μάτια μου δεν αντιλαμβάνονται το περιβάλλον λόγο της εκ γενετής μου τύφλωσης. Και με αυτό εδώ θα τους αναγκάσω όλους να πληρώσουν για τη βλασφημία τους!» ολοκλήρωσε την μακάβρια αγόρευση του δείχνοντας μου ένα παλιό πιστόλι. Το είχε βγάλει από τη μεριά του δεξιού του χεριού και το απόθεσε δίπλα στο αριστερό του σουβλερό χέρι.
Το πιστόλι του με σημάδευε δυσοίωνα.
Μετά από αυτό παραιτήθηκα παντελώς. Όλα ήταν τόσο παράλογα που πια δε μου μένουν περιθώρια για να εισχωρήσω στην κοινή λογική των πραγμάτων. Δε μπορούσα να συλλογιστώ τα αίτια αυτής της απειλής. Για ποια βλασφημία μιλούσε; Ποιανής αρχέγονης θρησκείας ή δογματισμού; Τι στις εννέα κολάσεις επιζητούσε αυτό το αλλόκοτο τέρας με τη μορφή ενός τυφλού και ανάπηρου γέροντα; Δεν υπήρχε καμιά λογική εξήγηση. Η λογική εδώ έχει χάσει την ουσία της. Το λογικό φαντάζει παράλογο πια και το παράλογο κοινός νους. Παραιτήθηκα από κάθε σκέψη και νέκρωσα τον εγκέφαλό μου. Δεν υπήρχε νόημα πια. Δεν υπήρχε έξοδος! Ήμασταν εγκλωβισμένοι και καταδικασμένοι.
Καθώς η απαισιοδοξία μου κέρδιζε νέο έδαφος, παρατήρησα δεξιά μου ένα χώρο που οδηγούσε σε ένα μικρό ύψωμα που πιθανόν εκείνο το σημείο έβγαζε σε ένα άλλο μικρό πισινό δωμάτιο του αεροπλάνου, επίσης σκοτεινό. Εκεί στεκόταν κρυμμένος ένας νεαρός άνδρας. Ήταν αρκετό να ακούσει το παράδοξο γεγονός που εξελισσόταν ώστε να κρατήσει την ανάλογη φρόνιμη στάση.
Θα μπορούσε να αποτελέσει την τελευταία μας ελπίδα για να ξεφύγουμε από αυτή την ξαφνική απειλή. Αλλά μάταια. Αποθαρρυμένος πρόσεξα πως ο τρόμος είχε τσακίσει το σώμα του και κουρνιασμένος έτρεμε καθώς τα χέρια του ταρακουνούσαν την κινητή του συσκευή. Τότε κατάλαβα πως ο γέροντας γνώριζε πιο πριν από εμένα την ύπαρξη του άνδρα στο σημείο εκείνο.
Ήταν λοιπόν ολοφάνερο πως είχε το πάνω χέρι. Γνώριζε οτιδήποτε κινούταν γύρω του. Κατείχε τον πλήρη έλεγχο. Η καταδίκη μας είχε πια σφραγιστεί επίσημα. Ακόμα και η παραμικρή μας τύχη συνωμότησε με εκείνο το πλάσμα!
Το βλέμμα μου ξεπήδησε από τη θέα του άνδρα. Εκείνο που μου τράβηξε την προσοχή τώρα ήταν το όπλο που κινούταν απειλητικά μπροστά μου.
Κάρφωσα αδύναμα τη ματιά μου προς τη μακάβρια καρικατούρα που έμοιαζε με γέροντα.
« Ήρθε η ώρα, Τζακ!» κραύγασε βραχνά, μα το στόμα του δε κουνήθηκε εκατοστό.
Έστεκε εκεί με την τραγιάσκα και τα γαλακτώδη μοχθηρά του μάτια να με παρακολουθούν. Εκείνα τα μάτια που ξεπήδησαν από μια κολασμένη διάσταση. Το αριστερό του χέρι τεντωμένο με τα αιχμηρά του νύχια πάνω στα αμυδρά φωτιζόμενα στόρια και το δεξί του χέρι να με σημαδεύει με το παλιό του περίστροφο. Ενώ η πλάτη του ήταν αλλόκοτα γυρισμένη με εκείνη την απάθεια που όργωνε τα γέρικα χαρακτηριστικά του. Εγώ έστεκα απέναντι ξαπλωμένος και ακούνητος απλά και τον κοιτούσα με μισάνοιχτα μάτια...  
Και να το ομοίωμά του από τη στοίβα των ρούχων της απλώστρας που ήταν στημένη μπροστά μου στο δωμάτιο και με παρακολουθούσε στο μισοσκότεινο δωμάτιο που έλαμπε από τις πρώτες πρωινές ηλιαχτίδες.
Ω! ΘΕΕ ΜΟΥ !Τί εφιάλτης!...
         
                        ΤΕΛΟΣ...